φαινοβαρβιτάλη

φαινοβαρβιτάλη
η, Ν
(φαρμ.) κοινή ονομασία τού 5-αιθυλο-5-φαινυλοβαρβιτουρικού οξέος, βαρβιτουρικού φαρμάκου που είναι παράγωγο τού βαρβιτουρικού οξέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phenobarbital < pheno- (< φαίνω) + barbital «βαρβιτάλη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επιληψία — Χρόνια παροξυσμική και πρόσκαιρη διαταραχή της εγκεφαλικής λειτουργίας που εμφανίζεται ξαφνικά, παύει αυτόματα και έχει την τάση να επαναλαμβάνεται. Η νόσος αποτελεί την κλινική εκδήλωση αυτόματης διέγερσης των νευρώνων έτσι ώστε κατά τη διάρκεια …   Dictionary of Greek

  • λουμινάλη — η, και λουμινάλ, το (φαρμ.) η φαινοβαρβιτάλη …   Dictionary of Greek

  • λουμινάλ — Ονομασία βαρβιτουρικού. Ανήκει στην κατηγορία των φαρμάκων, που προκαλούν γενική καταστολή του κεντρικού νευρικού συστήματος. Έχει μορφή λευκής κρυσταλλικής σκόνης και είναι σχεδόν αδιάλυτο στο νερό. Στη θεραπευτική χρησιμοποιείται το νάτριο άλας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”